- μπαλαδόρος
- ο1. πολύ καλός ποδοσφαιριστής2. συσκευαστής δεμάτων χόρτου βαμβακιού, αχύρου κ.λπ.3. χωματουργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάλα + κατάλ. -δόρος (πρβλ. πλακα-δόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωματουργός — ο ο εργάτης που ασχολείται με την εκσκαφή, μεταφορά και διευθέτητη των χωμάτων, ο μπαλαδόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)